ὁμόζυγες

ὁμόζυγες
ὁμόζυξ
female
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομόζυξ — ὁμόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. ομόζυγος («ὁμόζυξ μετὰ τοῡ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», Πλάτ.) 2. σύζυγος αρχ. 1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο 2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» λίθοι τού ίδιου είδους με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • όζυγες — ὄζυγες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόζυγες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + ζυγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”